- ἀκμῆτα
- ἀκμήςuntiringmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄκμητα — ἄκμητος unwearied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… … Dictionary of Greek
ἀκμῆτ' — ἀκμῆτε , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀκμῆται , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) ἀκμῆτα , ἀκμής untiring masc/fem acc sg ἀκμῆτι , ἀκμής untiring masc/fem dat sg ἀκμῆτε , ἀκμής untiring… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)